- αναπτύσσω
- (Α ἀναπτύσσω)αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζωνεοελλ.1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση4. Γλωσσ. δημιουργώ, αρθρώνω«στη λέξη γαμβρός μεταξύ μ και ρ αναπτύσσεται το σύμφωνο β»5. Στρ. εκτείνω κατά μέτωπο στράτευμα ελαττώνοντας το βάθος της παράταξηςαρχ.1. ξετυλίγω, ανοίγω2. αποκαλύπτω, φανερώνω3. μεταθέτω τα δύο κέρατα της φάλαγγας πίσω από την παράταξη του στρατεύματος, ώστε να διπλασιαστεί σε βάθος και το αντίθετο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + πτύσσω «διπλώνω».ΠΑΡ. ανάπτυξη (-ις)αρχ.ανάπτυκτος, αναπτυχή, ανάπτυχοςνεοελλ.ανάπτυγμα, αναπτυκτός].
Dictionary of Greek. 2013.